- μουσόληπτος
- -η, -οαυτός που εμπνέεται από τις μούσες, αυτός που διαθέτει ποιητική αίσθηση: Στο εντευκτήριο μαζεύτηκαν όλοι οι μουσόληπτοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουσόληπτος — Muse inspired masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσόληπτος — η, ο (Α μουσόληπτος, ον) αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες νεοελλ. πρόσωπο με ποιητική προδιάθεση και ιδιοφυΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. θεό ληπτος, φρενό ληπτος] … Dictionary of Greek
μουσόληπτον — μουσόληπτος Muse inspired masc/fem acc sg μουσόληπτος Muse inspired neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσολήπτων — μουσόληπτος Muse inspired masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσολήπτῳ — μουσόληπτος Muse inspired masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσόληπτοι — μουσόληπτος Muse inspired masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσοληπτούμαι — μουσοληπτοῡμαι, όομαι (Μ) [μουσόληπτος] εμπνέομαι από τις Μούσες … Dictionary of Greek
μουσοπάτακτος — μουσοπάτακτος, ον (Α) μουσόληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + πατάσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek